Το πανέμορφο νεοκλασικό στο Λόφο του Στρέφη που από σπίτι ενός φασίστα, έγινε δίκαια το πιο ιστορικό κλαμπ της Αθήνας για πολλούς σύμβολο και συνώνυμο ελευθεριάζουσας ιδεολογίας και φυσικά της παρακμής.
Το Πρώτο Decadence
Η ιστορία ξεκινά στα τέλη του 70, που άνοιξε το μαγαζί ο Γιάννης Φιλίππου. Ο χώρος ήταν το παλιό σπίτι του χουντικού αντιβασιλέα Ζωιτάκη, στην οδό Βουλγαροκτόνου και Πουλχερίας. Το ιστορικό Decadence. Ο ιδιαίτερος χώρος αλλά και το μέρος ήταν ένα από τα στοιχεία που το έκαναν να ξεχωρίζει. Λίγο τα μαρμάρινα σκαλάκια στην είσοδο και το μωσαικό στο πάτωμα, λίγο το ότι ήταν απομονωμένο αλλά ταυτόχρονα στο κέντρο, το καθιστούσε δυνατό ως ένα ιδανικό σημείο φυγής. Έτσι κατάφερε και έγινε στέκι της Αθηναϊκής κουλτούρας. Το πρώτο Decadence ήταν μια φωλιά παραγωγών ραδιοφώνου, διανοούμενων και καλλιτεχνών. Μεταξύ άλλων εκεί σύχναζαν ο Κοεν μέχρι τον Γιωτόπουλο της 17Ν. Οι μεγαλύτεροι το θυμούνται ως ένα από τα πρώτα μπαρ στην Αθήνα. Ένα ”ήσυχο και ανήσυχο” μέρος, με μουσική από 60’ς μέχρι 80’s και djs όπως ο Χρήστος Δασκαλόπουλος και ο Γιάννης Έξαρχος. Με τα χρόνια το μαγαζί άλλαξε πολλά χέρια. Μεταξύ άλλων της Μαρίας Κανελοπούλου, του Γιώργου Ζωγράφου και του Αλέξανδρου Δάφνου.
Νέα εποχή – Club DECADENCE
Η νέα εποχή του Decadence ξεκίνησε το 90 που η ομάδα “Ακροβάτες Νέας Εποχής” πήρε τα ηνία. Δήλωσαν από την αρχή ότι “η διασκέδαση δεν αγοράζεται, δημιουργείται” και είχαν σαν στόχο να δημιουργήσουν ένα χώρο που μπορεί να συμβούν τα πάντα. Η νέα πορεία σημαδεύτηκε από βραδιές ποίησης αφιερωμένες στην Κική Δημουλά, πριν την ανακαλύψει η ακαδημία Αθηνών, τον Μίλτο Σαχτούρη και άλλους. Λίγο μετά το ονόμασαν το ‘Club Decadence’, πέταξαν τις καρέκλες και έτσι γεννήθηκε το πιο γνωστό alternative bar-club της Αθήνας. Από τους πρώτους θαμώνες ο Αντώνης Καφετζόπουλος, οι Κατσιμιχαίοι και άλλοι. Λειτουργούσε σαν χώρος ανεξάρτητης μουσικής σκηνής, με συναυλίες και πάρτυ σχεδόν καθημερινά. Η μουσική του κυρίως αγγλικό post-punk και alternative rock αλλά ήταν ικανό να μπερδέψει στο μουσικό του πρόγραμμα Joy Division και Χιώτη, το ίδιο βράδυ. Αυτό ήταν ένας από τους λόγους που αγαπήθηκε το Decadence.
Ήταν ένας χώρος διαφορετικός, με μια ‘καινοτόμα παρακμιακή’ αισθητική που σε έκανε να το αγαπήσεις. Η κουλτούρα του επηρεασμένη ξεκάθαρα από το όνομα του. Ένα καλλιτεχνικό ρεύμα παρακμής, απελευθερωμένο από πολιτικοποιήσεις και διδακτισμούς. Μποεμισμός με στοιχεία υπερβολής. Έβλεπες πίνακες του Δημητρη Αληθεινού, μια ραπτομηχανή, ποδήλατα να κρέμονται από το ταβάνι και άλλα απρόοπτα. Δίπλα στο μπαρ ξεχώριζες ένα πανό που έγραφε, “ΜΗ ΚΟΙΜΑΣΤΕ ΣΤΙΣ ΕΠΑΛΞΕΙΣ” και στις κάρτες ή στις λιγοστές αφίσες που τύπωναν διέκρινες το “ΕΠΕΙΔΗ Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ”
Εκτός από Έλληνες μουσικούς, όπως οι Last Drive που είχαν κάνει παρουσίαση στο Decadence, το μαγαζί το είχαν επισκεφτεί από Deus και Tindersticks, μέχρι τον Νick Cave. Μετά από ένα secret gig που είχαν κάνει στο Λόφο του Στρέφη, οι Tindersticks, επισκέφτηκαν το Decadence. Διαβάσαμε ότι ο Neil Fraser (κιθάρα) μετά το live και την βραδιά στο μαγαζί, είχε πει “δεν πρόκειται να ξαναπιώ αύριο. Σκέψου είμαι 96 ώρες στην Αθήνα και τις 90 είμαι τύφλα..”. Μετά από αυτό ακυρώθηκε η πτήση τους και..πήγαν ξανά στο Decadence!
To Υπόγειο του Decadence
Αν δεν απορούσες γιατί είναι δίπλα σου κάποιος με μια απόχη και πίνει το ποτό του, τότε σίγουρα ήξερες ότι βρίσκεσαι στο Decadence. Τα περισσότερα κουκουρούκου σκηνικά ήταν φυσικά στο αγαπημένο, σε πολλούς, DOWN DECA, το σκοτεινό υπόγειο ή καλύτερα χαμηλού φωτισμού. Καθώς κατέβαινες τη σκάλα ανακάλυπτες έναν νέο κόσμο. Χόρευαν πάνκιδες με τετραγωνισμένα λοφία και δίπλα τους νεαροί εναλλακτικοί τύποι να πίνουν ποτάκι, έχοντας έρθει μόνο και μόνο για το παράσημο “έχω πάει και εγώ στο υπόγειο του Decadence!”. Στις γωνίες και στο μπαρ, θαμώνες-μορφές και γνωστές προσωπικότητες.
Διαρκής Αναζήτηση Ταυτότητας
Τα οικονομικά στην αρχή ήταν δύσκολα, δυνάμεις..ασφαλείας και περιπολίες συχνά απ’έξω και το μαγαζί δυσκολεύτηκε να πάρει άδεια. Η πορεία του είχε σκαμπανεβάσματα αλλά με τον καιρό οι εισπράξεις ανέβηκαν. Το Decadence άρχισε να κάνει διάφορες κινήσεις που τότε δεν είχε φανταστεί άλλο μαγαζί. Παραχωρούσαν το χώρο σε ό,τι καλλιτεχνικό. Εκθέσεις, ταινίες μικρού μήκους και θεατρικά happenings βγήκαν στέγη στο φιλόξενο Decadence. Ενα καθαρόαιμο ροκ μπαρ που ξυπνούσε, έβαζε τα καλά του και μετά γινόταν σκνίπα.
Υποστήριζε την λογική του πιο ευρηματικού club.
“Το πρώτο Bar-theater”
“Το πιο μικρό σινεμά του κόσμου” όμως το έλεγαν με την Λόλα, μια 35αρα μηχανή.
“Κουρείον Decadence”
“Οπωροπωλείον” μέχρι και “Οδοντιατρείο”
“Decadence Times” η πρώτη free press της Αθήνας
Προσπάθησαν ακόμη και για ραδιοφωνικό σταθμό, αλλά λειτούργησε μόνο σε πειραματικό στάδιο. Τα πάρτυ; Αλλεπάλληλα. Πάρτυ με σουρεάλ αιτήματα όπως “Ζητάμε 5 μήνες καλοκαίρι”
Για κάποιους όλα αυτά ήταν απλά εκκεντρικές προσθήκες. Θεωρούσαν ότι φλέρταρε με το δήθεν ενώ άλλοι το αναγνώριζαν σαν ανάγκη pure επικοινωνίας, έκφρασης και ανεξαρτησίας. Σίγουρα το Decadence ήταν ένας χώρος διαφορετικός που πειραματίστηκε και σε έκανε να καταλαβαίνεις ότι ήταν σε μια διαρκή αναζήτηση ταυτότητας, κατ’επιλογήν. Ήταν φανερό ότι η ομάδα διαχείρισης του Decadence ήταν ερασιτέχνες, με την έννοια “εραστές της τέχνης”.
Το τέλος(;) του Decadence
Τελικά το 2008-2009 έγινε έξωση και το Decadence έκλεισε. Οι κληρονόμοι είχαν δώσει άδεια για να πέσει το κτίριο και να γίνει πολυκατοικία. Η ομάδα διαχείρισης του Decadence έκανε αγώνα για να κηρυχθεί διατηρητέο. Τελικά δεν έγινε τίποτα. Το κτίσμα είναι εκεί και περιμένει υπομονετικά το μέλλον του, κάνοντας όλους εμάς όταν περνάμε από εκεί να σιγομουρμουράμε: “Ααχ, το Decadence”.
Συζήτηση με τον συνιδιοκτήτη Νίκο
Συνάντησα το Νίκο Λακόπουλο, υπεύθυνο του μαγαζιού για χρόνια. Υπεύθυνος επίσης για όλη αυτή την όμορφη τρελά που πρόσφερε το Decadence. Επικοινώνησα μαζί του και φάνηκε ότι χάρηκε όταν άκουσε για αφιέρωμα στο Decadence. Σαν να μην το περίμενε. Βρεθήκαμε, Εξάρχεια φυσικά, και του ζήτησα να διαλέξει ο ίδιος που θα πάμε. Μου είπε ” Πάμε Ρακουμέλ, το έχει ένας από τους σημαντικότερους ντι τζει του decadence”. Ήπιαμε ρακόμελο και μετά ούζο.
Πως μπήκες στο τρυπάκι του Decadence και ποιά η ιστορία πριν;
Το παλιό ήταν ένα μπαράκι, στο οποίο μεταξύ άλλων σύχναζε ο Γιωτόπουλος, η ‘ξανθιά’ της 17Ν, γενικά η ελληνική αβάν-γκαρντ της εποχής. Άλλαξε πολλά χέρια. Φαντάσου για μια περίοδο, το 85-86 έγινε στέκι τραβεστί, ενώ νωρίτερα ήταν καλλιτεχνικό στέκι. Αρχικά ήμουν πελάτης και όταν μπήκαμε, με την ομάδα, το μπαρ πουλιόταν με γραμμάτια, πολύ φτηνά, είχε σχεδόν χρεοκοπήσει. Εμείς πετάξαμε τα καθίσματα, το αλλάξαμε. Πριν το 90 κάθε χρόνο ο ιδιόκτητης το έδινε σε άλλον. Δεν πήγαινε καλά γιατί ήταν απομονωμένο. Είχε και τη φήμη του καταραμένου, πολλοί ιδιοκτήτες πέθαναν ας πούμε. Αλλά εγώ αναμετρήθηκα με την κατάρα και επέζησα προς το παρόν…(γέλια)
Πότε ήταν το πικ του;
Ίσως το 2003 να ήταν το πικ. Γνώρισε ένα μεγάλο άνοιγμα ως μπαρ το ’91, μόνο ο πάνω χώρος. Σκέψου έφτανε να κόβει πάνω από 600 εισιτήρια το Σαββάτο και πολλές φορές άγγιζε τα 750 άτομα.
“Ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του και σε αυτά που έπαιζε. Ήμασταν οι μονοί που στα 90’ς, παίζαμε 90’ς!”
Τι μουσική έπαιζε κυρίως;
Ήμασταν οι μονοί που στα 90ς, παίζαμε 90ς! Ήταν μουσικά, μπροστά. Φαντάσου οι Tindersticks απορούσαν πως γίνεται ένα μπαρ στην Ελλάδα να κάνει για αυτούς αφιέρωμα ενώ στην Αγγλία τότε δεν τους έπαιζε κανείς..! Εκείνο το καιρό το επισκέφτηκε και ο Nick Cave τέσσερις φορές. Ξεχώρισε το ροκ από τη βαρβαρότητα, ήταν ένα ποστ-πανκ μαγαζί. Έκανε και αφιέρωμα στον Τσιτσάνη, τον Έλληνα μπλουζμαν. Μέχρι και ο Μαργαρίτης, έκανε την πρώτη παρουσίαση του “Δρόμοι του πουθενά”, στο Decadence, στις 5 το πρωι.
Leave a Reply