Τα αεροπλάνα στην Ελλάδα χρειάζονται πλέον μακρύτερους αεροδιαδρόμους για να πραγματοοπιήσουν απογείωση σύμφωνα με νέα επιστημονική έρευνα.
Η έρευνα διεξήχθη από την Ελλάδα και τη Βρετανία, με επικεφαλής τον καθηγητή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης Σπύρο Ραψομανίκη, υπεύθυνο της Μονάδας Περιβαλλοντικών και Δικτυακών Τεχνολογιών και Εφαρμογών (ΠΕΔΙΤΕ) του Ερευνητικού Κέντρου «Αθηνά», τον καθηγητή Πολ Γουίλιαμς του Πανεπιστημίου του Ρέντινγκ και τον αναπληρωτή καθηγητή Γκάι Γκράτον του Πανεπιστημίου του Κράνφιλντ, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Climate Change» (Κλιματική Αλλαγή). Βασικό συμπέρασμα ήταν ότι τα αεροπλάνα στην Ελλάδα χρειάζονται πλέον μακρύτερους αεροδιαδρόμους για απογείωση εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής και της ανόδου της θερμοκρασίας, καθώς ο ολοένα θερμότερος αέρας και οι άνεμοι με μικρότερες ταχύτητες χαμηλά στο έδαφος δυσκολεύουν τα αεροσκάφη να σηκωθούν από το έδαφος.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε ελληνικά αεροδρόμια και σύμφωνα με την οποία ίσως οι αεροπορικές εταιρείες υποχρεωθούν στο μέλλον να μειώσουν τον αριθμό των επιβατών ή τα καύσιμα τους, έτσι ώστε τα αεροπλάνα να ελαφρύνουν και να απογειώνονται πιο εύκολα. Εναλλακτικά, οι εταιρείες ίσως αναγκαστούν να περιορίσουν τις πτήσεις τους, αποφεύγοντας πια αεροδρόμια με μικρούς αεροδιαδρόμους (π.χ. σε μικρά νησιά) – κάτι που θα έχει συνέπειες στον τουρισμό και γενικότερες.
Οι αεροπορικές μεταφορές συμβάλλουν σημαντικά στις εκπομπές των «αερίων του θερμοκηπίου» και η νέα έρευνα δείχνει ότι, με τη σειρά της, η κλιματική αλλαγή έχει ήδη επιπτώσεις στις πτήσεις, κάτι που θα γίνει ακόμη πιο αισθητό στο μέλλον.
Η μελέτη εστίασε σε στοιχεία για τις απογειώσεις από δέκα ελληνικά αεροδρόμια δύο τύπων αεροσκαφών, του τυπικού μέσου επιβατικού Airbus A320, και του μικρότερου Havilland DHC8-400. Διαπιστώθηκε ότι το μέγιστο βάρος απογείωσης για το Airbus A320 μειώθηκε κατά μέσο όρο κατά 0,12% το χρόνο από το 1988 που τέθηκε σε κυκλοφορία, έως το 2017, ενώ για το DHC8-400 η μέση ετήσια μείωση στο μέγιστο βάρος που καθιστά εφικτή την απογείωση, ήταν 0,02%. Και τα δύο αεροσκάφη κερδίζουν ύψος λιγότερο γρήγορα μετά την απογείωση τους, όσο περνάνε τα χρόνια.
Σε ορισμένα ελληνικά αεροδρόμια, όπως της Χίου (με μήκος αεροδιαδρόμου 1.511 μέτρα), κατά την 30ετία 1988-2017 το μέγιστο επιτρεπόμενο βάρος του Α320 μειώθηκε κατά σχεδόν 4.000 κιλά, βάρος που είναι ισοδύναμο με 38 επιβάτες μαζί με τις αποσκευές ή με καύσιμα για απόσταση 1.300 χιλιομέτρων.
Η απόσταση που χρειάζεται να διανύσει το Α320 για να απογειωθεί από ένα ελληνικό αεροδρόμιο, έχει αυξηθεί κατά μέσο όρο κατά 2,7 μέτρα (0,15%) ετησίως, ενώ για το DHC8-400 κατά 1,5 μέτρα (0,1%) το χρόνο. Συνολικά, μεταξύ 1988-2017 το μήκος του αναγκαίου αεροδιαδρόμου για την απογείωση του Α320 αυξήθηκε κατά τουλάχιστον 80 μέτρα, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις σχεδόν κατά 100 μέτρα.
«Η μείωση του αριθμού των επιβατών σαφώς θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στα οικονομικά αποτελέσματα των αεροπορικών εταιριών. Η μείωση των καυσίμων των αεροπλάνων θα περιορίσει την απόσταση που μπορούν να ταξιδέψουν. Η εναλλακτική λύση να επεκταθούν οι αεροδιάδρομοι για να αυξηθεί η ταχύτητα απογείωσης, σημαίνει ότι ορισμένοι τουριστικοί παράδεισοι θα πρέπει να καλυφθούν με ακόμη περισσότερη άσφαλτο. Καμία λύση δεν είναι ελκυστική, αλλά ίσως πρέπει να καταφύγουμε σε αυτές στο μέλλον, εκτός και αν η κλιματική αλλαγή περιοριστεί», δήλωσε ο Γουίλιαμς.
Άλλη μελέτη στο παρελθόν είχε δείξει ότι η κλιματική αλλαγή θα αυξήσει τη συχνότητα και την ένταση των αναταράξεων στη διάρκεια των πτήσεων.
Leave a Reply